Λίγα εισαγωγικά λόγια
Η αφορμή αυτού του άρθρου είναι οι ατέλειωτες συζητήσεις μέσα στο συμβουλευτικό δωμάτιο με μια συμβουλευμένη που “διαπραγματέυεται ως Οδυσσέας” με τα παρελθόντα σταθερά οικογενειακά κοινωνικά στερεότυπα, ταλαντεύεται μεταξύ των πρέπει και των θέλω, αναρωτιέται, αναζητά και αμφισβητεί με έναν τρόπο, ως σαν, να μην έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει την εξουσία του ΆΛΛΟΥ, του κάθε σημαντικού άλλου της ζωής της.
Αυτό το άρθρο είναι μια προσπάθεια για υπενθύμιση στον κάθε αναγνώστη ότι η αμφισβήτηση είναι μια διαδικασία που μπορεί το κάθε άτομο να ενισχύσει την αυτονομία του, να επεξεργαστεί εναλλακτικές οπτικές και να αποκτήσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη δική του κρίση.
Και μια συνεχής υπενθύμιση για την συγγραφέα και τον κάθε σύμβουλο, ψυχοθεραπευτή, εκπαιδευτικό, ότι σε έναν κόσμο όπου η αυθεντία συχνά επιβάλλεται ως αδιαμφισβήτητη, η σχέση και ο χώρος της συμβουλευτικής, της ψυχοθεραπείας και της εκπαίδευσης οφείλει να λειτουργεί ως χώρος όπου η αμφισβήτηση γίνεται η ίδια η πράξη της εξέλιξης, της συμβουλευτικής – κάθε θεραπείας και εκπαίδευσης. Οφείλουμε ως σύμβουλοι ή ψυχοθεραπευτές να έχουμε σεβασμό οταν ο συμβουλευόμενος μας αμφισβητεί, να αντέχουμε το ναρκισσιστικό “τραύμα” και να διερευνήσουμε μαζί, καθώς, ίσως να μην είναι σύμπτωμα αντίστασης, αλλά ένδειξη ψυχολογικής ανάπτυξης. Και ίσως δεν είναι ένδειξη αποτυχίας της συμβουλευτικής/θεραπευτικής σχέσης, αλλά αντίθετα, απόδειξη της γνησιότητάς της. Ο σύμβουλος/θεραπευτής που ενσωματώνει αυτή τη δυναμική δεν είναι ένας αυθεντίας “γνώστης”, αλλά ένας οδηγός στο ταξίδι της αυτογνωσίας, όπου η αλήθεια δεν δίνεται, αλλά κατακτάται μέσα από τη σύγκρουση, την αμφισβήτηση και την ανάδυση της προσωπικής ευθύνης, αρκεί να είμαστε παρώντες-σες στην επιδιορθωτική εμπειρία.
Περίληψη
Ο άνθρωπος, κατά τον Kierkegaard (1849/1989), είναι ένα ον που αγωνιά μέσα στη δυνατότητα της ύπαρξής του. Έτσι λοιπόν είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι η αμφισβήτηση του θεραπευτή λειτουργεί ως μέσο ανάδυσης αυτής της αγωνίας, ως πράξη αυτονομίας που αποκαλύπτει τον βαθμό στον οποίο ο θεραπευόμενος μπορεί να σταθεί ως υποκείμενο απέναντι στον άλλον. Στη θεραπευτική ή συμβουλευτική σχέση, αυτή η αγωνία δεν είναι προς αποφυγή αλλά προς επεξεργασία, καθώς μέσα από αυτήν ο θεραπευόμενος κατανοεί τους μηχανισμούς άμυνας του, τις εσωτερικές του αντιφάσεις και τη δική του ευθύνη στη συγκρότηση της ύπαρξής του. Άλλωστε ο Heidegger (1927/1996) επισημαίνει ότι το Dasein (το ανθρώπινο ον) καθορίζεται από τη σχέση του με τον άλλον, αλλά οφείλει να ανακτήσει τη γνησιότητά του αποδεχόμενο την αβεβαιότητα και τη δυνατότητα του αυτεξούσιου. Η αμφισβήτηση του θεραπευτή / σύμβουλου είναι λοιπόν, ένα βήμα προς αυτή την αυθεντική ύπαρξη, καθώς αποδομεί κάθε μορφή εξουσίας που λειτουργεί ως υποκατάστατο της προσωπικής ευθύνης.
Η αμφισβήτηση, ως έμφυτη ανθρώπινη τάση, αποτελεί κινητήρια δύναμη για την εξέλιξη και την αυτογνωσία. Στον γονεϊκό ρόλο, η αμφισβήτηση των “αυτονόητων” και των “δεδομένων” αποτελεί μια αναγκαία διαδικασία για την αναζήτηση της αλήθειας και της αυθεντικότητας.
Το “εμείς” και το “εγώ”
Η γονεϊκότητα φέρνει στο προσκήνιο τη διαλεκτική σχέση μεταξύ του “εμείς” (η οικογένεια, το παιδί) και του “εγώ” (ο γονέας ως αυτόνομη ύπαρξη). Η αμφισβήτηση αναδύεται όταν το “εγώ” αισθάνεται να απειλείται ή να αλλοιώνεται από τις απαιτήσεις του “εμείς”.
Το παρελθόν ως σκιές του παρόντος
Οι εμπειρίες του παρελθόντος, οι σχέσεις με τους δικούς μας γονείς, τα κοινωνικά πρότυπα και οι πολιτισμικές επιρροές, σκιάζουν την παρούσα γονεϊκή πραγματικότητα. Η αμφισβήτηση πηγάζει από την ανάγκη να φωτίσουμε αυτές τις σκιές, να τις κατανοήσουμε και να τις επαναπροσδιορίσουμε.
Η αμφισβήτηση είναι ένα θεμελιώδες φιλοσοφικό θέμα που έχει απασχολήσει πολλούς στοχαστές ανά τους αιώνες, μπορεί να θεωρηθεί ως η πράξη της αμφιβολίας ή της αμφισβήτησης της αλήθειας ή της εγκυρότητας μιας δήλωσης, μιας πεποίθησης ή μιας θεωρίας.
Εισαγωγή
Η φιλοσοφική ιστορία της αμφισβήτησης
-
Σωκράτης: Θεωρείται ο πατέρας της δυτικής φιλοσοφίας και η μέθοδος του διαλόγου και της αμφισβήτησής του, γνωστή ως «μαιευτική» ή σωκρατική μέθοδος, έθεσε τα θεμέλια για τον κριτικό στοχασμό και την εξέταση των πεποιθήσεων.
-
Πλάτωνας: Μαθητής του Σωκράτη, ο Πλάτωνας ίδρυσε την Ακαδημία και ανέπτυξε τη θεωρία των ιδεών, η οποία υποδηλώνει ότι η πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε είναι μόνο μια σκιά μιας πιο θεμελιώδους πραγματικότητας.
-
Ρενέ Ντεκάρτ: Ο Ντεκάρτ εισήγαγε τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας, υποστηρίζοντας ότι για να φτάσουμε σε βέβαιη γνώση, πρέπει πρώτα να αμφισβητήσουμε όλα όσα θεωρούμε δεδομένα.
-
Μισέλ Φουκώ: Ο Φουκώ χρησιμοποίησε την αμφισβήτηση για να αναλύσει και να αποδομήσει τις έννοιες της εξουσίας, της γνώσης και της ταυτότητας.
-
Ζακ Ντεριντά: Ο Ντεριντά ανέπτυξε τη θεωρία της αποδόμησης, η οποία αμφισβητεί τις παραδοσιακές έννοιες και δομές της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας.
Ένας από τους πιο γνωστούς φιλοσόφους που ασχολήθηκε με την αμφισβήτηση είναι ο Ρενέ Ντεκάρτ, ο οποίος εισήγαγε τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας. Ο Ντεκάρτ υποστήριξε ότι για να φτάσουμε σε βέβαιη γνώση, πρέπει πρώτα να αμφισβητήσουμε όλα όσα θεωρούμε δεδομένα. Αυτό τον οδήγησε στο περίφημο συμπέρασμα “Cogito, ergo sum” (Σκέφτομαι, άρα υπάρχω).
Από την άλλη πλευρά της φιλοσοφίας, ο Μισέλ Φουκώ, ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα, άσκησε σημαντική επιρροή στην ψυχαναλυτική θεωρία, ιδιαίτερα στο ζήτημα της αμφισβήτησης. Ο Φουκώ ανέπτυξε μια θεωρία για την εξουσία που αμφισβητεί τις παραδοσιακές αντιλήψεις. Υποστήριξε ότι η εξουσία δεν είναι κάτι που κατέχουν λίγοι και το επιβάλλουν στους πολλούς, αλλά μια διάχυτη δύναμη που υπάρχει σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Η εξουσία, σύμφωνα με τον Φουκώ, δεν είναι μόνο κατασταλτική, αλλά και παραγωγική, δηλαδή δημιουργεί και διαμορφώνει τις υποκειμενικότητες. Ο Φουκώ αμφισβήτησε επίσης την έννοια της αντικειμενικής αλήθειας και της καθολικής γνώσης. Υποστήριξε ότι η γνώση είναι ιστορικά και κοινωνικά κατασκευασμένη και ότι συνδέεται με την εξουσία. Οι ισχυροί, σύμφωνα με τον Φουκώ, χρησιμοποιούν τη γνώση για να επιβάλλουν τις απόψεις τους και να διατηρήσουν την εξουσία τους.
Η αμφισβήτηση δεν είναι μόνο ένα εργαλείο για την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά και ένας τρόπος να αμφισβητήσουμε τις κοινωνικές και πολιτισμικές δομές που μας περιβάλλουν. Οι σύγχρονοι φιλόσοφοι, όπως ο Μισέλ Φουκώ και ο Ζακ Ντεριντά, έχουν χρησιμοποιήσει την αμφισβήτηση για να αναλύσουν και να αποδομήσουν τις έννοιες της εξουσίας, της γνώσης και της ταυτότητας.
Η φιλοσοφία ως σημαντική επιρροή στις ψυχαναλυτικές θεωρίες.
Η μέθοδος της συστηματικής αμφιβολίας του Ντεκάρτ, αν και δεν εφαρμόζεται άμεσα στην ψυχανάλυση, επηρέασε την ψυχαναλυτική σκέψη με πολλούς τρόπους. Η έμφαση στην αμφισβήτηση, την υποκειμενικότητα, την εσωτερική ζωή του ατόμου και την επιρροή των εξωτερικών δυνάμεων, αποτελούν κοινά στοιχεία μεταξύ της καρτεσιανής φιλοσοφίας και των ψυχαναλυτικών θεωριών
Ο Φουκώ τώρα, με την κριτική του στην έννοια της εξουσίας, έθεσε υπό αμφισβήτηση και την αυθεντία του ψυχαναλυτή. Ορισμένοι ψυχαναλυτές, επηρεασμένοι από τον Φουκώ, υποστήριξαν ότι η ψυχανάλυση δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία, αλλά μια σχέση εξουσίας μεταξύ του ψυχαναλυτή και του ασθενούς. Ορισμένοι στοχαστές, επηρεασμένοι από τον Φουκώ, υποστήριξαν ότι οι ψυχαναλυτικές θεωρίες δεν είναι αντικειμενικές αλήθειες, αλλά κοινωνικές κατασκευές που εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς.
Παράλληλα η καρτεσιανή φιλοσοφία, με την έμφαση που δίνει στην υποκειμενική εμπειρία και τη συνείδηση, προετοίμασε το έδαφος για την ανάπτυξη της ψυχανάλυσης. Αρκετοί ψυχαναλυτές ενθαρρύνουν τους ασθενείς τους να αμφισβητήσουν τις πεποιθήσεις τους, τις ερμηνείες που δίνουν στον κόσμο και τις σχέσεις τους, προκειμένου να κατανοήσουν βαθύτερα τον εαυτό τους και τις ασυνείδητες διεργασίες που καθορίζουν τη συμπεριφορά τους.
Η καρτεσιανή φιλοσοφία βασισμένη στην αμφιβολία, που αμφισβητεί κάθε αυθεντία, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της λογικής, βρίσκει αντιστοιχία στην ψυχαναλυτική πρακτική. Οι ψυχαναλυτές ενθαρρύνουν τους ασθενείς τους να αμφισβητήσουν τις “αλήθειες” τους, τις βεβαιότητες τους και τις αυθεντίες που τους έχουν επιβληθεί, προκειμένου να ανακαλύψουν την δική τους αλήθεια.
Η επίδραση στην ψυχανάλυση.
Αρκετοί ψυχαναλυτές έχουν αναλύσει το έργο του Φουκώ και τις επιπτώσεις του στην ψυχανάλυση όπως:
Ζακ Λακάν: Ο Λακάν, ενσωμάτωσε τις ιδέες του Φουκώ για την εξουσία, τη γνώση και την υποκειμενικότητα στη δική του ψυχαναλυτική θεωρία.
Ρεζινάλντ Μπλανσέ: Ψυχαναλυτής και μέλος της Νέας Λακανικής Σχολής
Σλόμομ Ζίζεκ: Σλοβένος φιλόσοφος και ψυχαναλυτής, έχει αναλύσει το έργο του Φουκώ και την επιρροή του στην ψυχανάλυση, ιδιαίτερα σε σχέση με την έννοια της εξουσίας.
Τζούντιθ Μπάτλερ: Αμερικανίδα φιλόσοφος και θεωρητικός
Ο Ζακ Λακάν, ένας από τους σημαντικότερους ψυχαναλυτές του 20ου αιώνα, επηρεάστηκε βαθιά από τις σκέψεις του Φουκώ και του Ντεκάρτ. Ο Λακάν χρησιμοποίησε την καρτεσιανή φιλοσοφία για να αναπτύξει τη δική του θεωρία για το ασυνείδητο, τη γλώσσα και την ταυτότητα και εισήγαγε την έννοια του “Άλλου”, η οποία αναφέρεται σε μια εξωτερική δύναμη που καθορίζει την υποκειμενικότητα του ατόμου. Το “Άλλος” μπορεί να είναι η γλώσσα, η κοινωνία, οι πολιτισμικές νόρμες ή οι γονείς. Η κατανόηση της επιρροής του “Άλλου” στην ψυχοσύνθεση του ατόμου είναι κεντρική στην λακανική ψυχανάλυση, ο Lacan (1977) υπογραμμίζει πως ο θεραπευτής δεν πρέπει να λειτουργεί ως αντικείμενο μεταβίβασης που επιβεβαιώνει τις φαντασιώσεις του Θεραπευόμενου, αλλά ως μια μορφή «Μεγάλου Άλλου» που επιτρέπει την αποδόμηση του νοητικού πλαισίου μέσα στο οποίο ο θεραπευόμενος έχει παγιδευτεί. Η αμφισβήτηση του θεραπευτή, λοιπόν, είναι το σημείο όπου η ψευδαίσθηση της απόλυτης γνώσης καταρρέει, δίνοντας χώρο στην ανάδυση ενός πιο γνήσιου εαυτού.
Η ψυχαναλυτική σχέση, υπό το πρίσμα του Φουκώ, δεν είναι μια ουδέτερη και αντικειμενική διαδικασία, αλλά μια μικρογραφία των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας. Ο ψυχαναλυτής, κατέχοντας μια θέση αυθεντίας, ασκεί μια μορφή εξουσίας επί του ασθενούς, επηρεάζοντας την ερμηνεία των συμπτωμάτων του και την κατεύθυνση της θεραπείας. Αυτή η παρατήρηση, οδήγησε σε μια αναθεώρηση της ψυχαναλυτικής πρακτικής, με στόχο τη δημιουργία μιας πιο ισότιμης και συμμετοχικής σχέσης μεταξύ ψυχαναλυτή και ασθενούς. Ο Φουκώ δεν αντιλήφθηκε την εξουσία ως κάτι που ασκείται από πάνω προς τα κάτω, αλλά ως μια διάχυτη δύναμη που διαπερνά όλες τις κοινωνικές σχέσεις, διαμορφώνοντας τις υποκειμενικότητες και καθορίζοντας τις συμπεριφορές. Αυτή η αντίληψη, είχε σημαντικό αντίκτυπο στην ψυχαναλυτική σκέψη, καθώς έδειξε πως η ψυχική ζωή του ατόμου δεν είναι ανεξάρτητη από τις κοινωνικές και πολιτισμικές επιρροές, αλλά διαμορφώνεται μέσα από ένα πλέγμα εξουσιαστικών σχέσεων.
Υπο το πρίσμα της ψυχολογίας αρκετοί αναλυτές και κοινωνιολόγοι αφιέρωσαν ωρες σε έρευνες για να αποκωδικοποιήσουν τις δυναμικές της αμφισβήτησης.
Ένα από αυτούς ήταν ο Asch μελέτησε πειραματικά τη «συμμόρφωση» ζητώντας από μια ομάδα φοιτητών να συμμετάσχουν σε ένα υποτιθέμενο οπτικό τεστ. Οι συμμετέχοντες έπρεπε να ταιριάξουν γραμμές με σχεδόν το ίδιο μήκος, αλλά οι περισσότεροι συμφώνησαν με τις εσφαλμένες απαντήσεις της ομάδας, παρά την ύπαρξη ξεκάθαρων αποδείξεων για το αντίθετο.
Το κοινωνικό πείραμα της συμμόρφωσης του Solomon Asch είναι ένα από τα πιο γνωστά πειράματα που εξετάζουν την αμφισβήτηση και τη συμμόρφωση.
Ένας κλάδος της ψυχολογίας που η Κριτική ψυχολογία θέτει υπό κριτική ανάλυση και αμφισβήτηση τις μεθόδους και παραδοχές της παραδοσιακής ψυχολογίας. Η κριτική ψυχολογία εξετάζει πώς οι ψυχολογικές θεωρίες και πρακτικές αναπαράγουν και νομιμοποιούν το κοινωνικό status quo, το οποίο αδικεί συστηματικά συγκεκριμένες ομάδες ατόμων.
Παράλληλα η Γνωστική προσέγγιση στη θεραπεία της κατάθλιψης επικεντρώνεται στην αμφισβήτηση των παράλογων πεποιθήσεων που ενισχύουν την κατάθλιψη. Η γνωστική θεραπεία βοηθά τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν και να αμφισβητήσουν τις αρνητικές σκέψεις τους, αντικαθιστώντας τες με πιο ρεαλιστικές και θετικές
Η γονεϊκή αυστηρότητα ως μήτρα συναισθηματικής δυσκαμψίας.
Η γέννηση ενός παιδιού σηματοδοτεί μια ριζική μεταβολή στην ύπαρξη του γονέα. Από τη μια πλευρά, αναδύεται η χαρά της δημιουργίας και η αγάπη άνευ όρων, ενώ από την άλλη, εμφανίζεται η αγωνία της ευθύνης και η πρόκληση της σωστής ανατροφής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η γονεϊκή αυστηρότητα, άλλοτε ως έκφραση αγάπης και φροντίδας, άλλοτε ως εργαλείο ελέγχου και εξουσίας, διαμορφώνει την ψυχοσύνθεση του παιδιού με τρόπους που συχνά καθορίζουν τη μετέπειτα ζωή του. Ωστόσο όταν η γονεϊκή αυστηρότητα, ασκείται με σύνεση και αγάπη, μπορεί να αποτελέσει ένα παιδαγωγικό εργαλείο για την ανάπτυξη του παιδιού. Η θέσπιση ορίων, η επιβολή κανόνων και η καθοδήγηση προς την αυτοπειθαρχία, βοηθούν το παιδί να κοινωνικοποιηθεί, να μάθει να σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους, να αναπτύξει αίσθημα ευθύνης και να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της ζωής.
Κατά βάθος η γονεϊκή αυστηρότητα συχνά πηγάζει από την ανασφάλεια και τον φόβο. Ο γονέας, φοβούμενος την αποτυχία του γονεϊκού του ρόλου, προσπαθεί να ελέγξει το παιδί, να το μορφοποιήσει σύμφωνα με τις προσδοκίες του, να το προστατεύσει από τις “απειλές” του κόσμου. Τέτοιου είδους αυστηρότητα, σε αυτή την περίπτωση, μετατρέπεται σε καταπίεση, σε άρνηση της αυθεντικότητας του παιδιού, σε επιβολή μιας “αλήθειας” που δεν αφήνει χώρο για την ελεύθερη έκφραση και την ανάπτυξη.
Το παιδί, μεγαλώνοντας μέσα σε ένα περιβάλλον αυστηρό και ελεγχόμενο, αναπτύσσει μηχανισμούς άμυνας για να προστατευτεί από τον πόνο και την απογοήτευση. Η συναισθηματική δυσκαμψία, η δυσκολία δηλαδή να αναγνωρίζει, να εκφράζει και να διαχειρίζεται τα συναισθήματα, αποτελεί ένα τέτοιο μηχανισμό. Το παιδί “κλείνεται” στον εαυτό του, καταπιέζει τις αυθόρμητες ανάγκες του, μαθαίνει να φοράει “μάσκες” για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των άλλων.
Η ενήλικη ζωή ως συνέχεια της παιδικής ιστορίας
Η συναισθηματική δυσκαμψία που σφυρηλατείται στην παιδική ηλικία, ακολουθεί το άτομο εως την ενήλικη ζωή του. Οι δυσκολίες στις σχέσεις, η αναζήτηση της αυθεντικότητας, η αντιμετώπιση των προκλήσεων, αποτελούν συνέχεια της παιδικής ιστορίας. Το άτομο, παγιδευμένο σε ένα φαύλο κύκλο, αναπαράγει συχνά τα πρότυπα γονεϊκότητας που βίωσε, μεταδίδοντας την συναισθηματική δυσκαμψία στις επόμενες γενιές. Η υπέρβαση της συναισθηματικής δυσκαμψίας απαιτεί μια επίπονη διαδικασία αυτογνωσίας, το άτομο καλείται να “σπάσει” το τείχος που έχτισε γύρω από τον εαυτό του, με το “εργαλείο” της αμφισβήτησης ώστε να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα συναισθήματά του, να αναζητήσει την αυθεντικότητά του και να διεκδικήσει την ελευθερία του.
Η Ψυχολογία της αμφισβήτησης
Η γονεϊκότητα είναι μια πρόκληση και μια ευθύνη. Οι γονείς, μέσα από την αγάπη και την κατανόηση, καλούνται να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον ασφαλές και υποστηρικτικό, όπου το παιδί θα μπορέσει να αναπτυχθεί ελεύθερα, να εκφράσει τα συναισθήματά του και να ανακαλύψει τον αυθεντικό εαυτό του. Η γονεϊκή αυστηρότητα, όταν ξεπερνά τα όρια της αγάπης και της φροντίδας, μπορεί να οδηγήσει στην συναισθηματική δυσκαμψία, στερώντας από το παιδί τη δυνατότητα να ζήσει μια ζωή γεμάτη αυθεντικότητα και ελευθερία.
Η κατανόηση της σημασίας της συναισθηματικής ανάπτυξης και η δημιουργία ενός περιβάλλοντος αποδοχής και αγάπης, αποτελούν τα θεμέλια για την δημιουργία υγιών και ευτυχισμένων ανθρώπων, καθώς η συναισθηματική δυσκαμψία δεν είναι ένα αμετάβλητο πεπρωμένο, αλλά μια κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης που, αν και γεννιέται μέσα από τραυματικά βιώματα και δυσλειτουργικές προσλαμβάνουσες, μπορεί να υπερβάλει. στην σημασία και αντίληψη Ο δρόμος προς την απελευθέρωση δεν είναι απλός· απαιτεί επίγνωση, θάρρος, υπομονή και πίστη στη δυνατότητα του ανθρώπου να μεταμορφώνεται.
Ωστόσο, σε αυτή την πορεία, το άτομο δεν πορεύεται απλώς προς μια βελτιωμένη εκδοχή του εαυτού του, αλλά προς μια βαθύτερη αλήθεια: την αυθεντικότητά του, η πρώτη πράξη κάθε αναζήτησης είναι η αναγνώριση της πραγματικότητας. Ο άνθρωπος καλείται να στραφεί προς τον εσωτερικό του κόσμο, να ατενίσει τον εαυτό του δίχως την παραμορφωτική ομίχλη της ενοχής ή της άρνησης. Η αυτογνωσία δεν είναι απλώς η κατανόηση των τραυμάτων, αλλά η αποδοχή τους ως αναπόσπαστων στοιχείων της πορείας του. Δεν υπάρχει μεταμόρφωση χωρίς το θάρρος να αντικρίσουμε αυτό που ήδη είμαστε.
Η Τόλμη του Διαλόγου
Καμία αναγέννηση δεν επιτυγχάνεται μέσα στην απομόνωση. Η ψυχοθεραπεία / συμβουλευτική είναι ένας χώρος όπου ο διάλογος—όχι μόνο με τον θεραπευτή/ σύμβουλο, αλλά με τις αφανείς πτυχές του εαυτού. Είναι η διαδικασία μέσα από την οποία το άτομο διδάσκεται να αποδομεί τις δυσλειτουργικές νοητικές κατασκευές και να δομεί νέες δυνατότητες ύπαρξης. Το να ζητήσει κάποιος βοήθεια δεν είναι δείγμα αδυναμίας, αλλά η ανώτερη μορφή θάρρους: η παραδοχή πως δεν είμαστε αυτάρκεις, πως η ανθρώπινη ύπαρξη νοείται μέσα από τη συνδιαλλαγή με τον Άλλον. Όπως κάθε μεταμόρφωση, έτσι και η αποδέσμευση από τη συναισθηματική δυσκαμψία απαιτεί επανάληψη, προσπάθεια και επίμονη εξάσκηση. Η συναισθηματική ρευστότητα δεν είναι απλώς ένα δώρο, αλλά μια δεξιότητα που καλλιεργείται με την ίδια επιμονή που ο γλύπτης δουλεύει το μάρμαρο, αποκαλύπτοντας σταδιακά το αληθινό σχήμα του έργου του.
Η ελευθερία δεν είναι απουσία περιορισμών, αλλά η ικανότητα να κινείται κανείς εντός αυτών με επίγνωση και χάρη. Ο θεραπευτής/ σύμβουλος ως συνοδοιπόρος και όχι ως αυθεντία, οφείλει να δημιουργήσει έναν χώρο διαλόγου όπου η αμφισβήτηση όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά και ενθαρρύνεται. Αυτή η διαδικασία δεν είναι παρά μια αντανάκλαση του διαλεκτικού προτύπου που ο Σωκράτης εισήγαγε στην φιλοσοφία, όπου η γνώση δεν μεταδίδεται μονοσήμαντα, αλλά προκύπτει μέσα από τον γόνιμο αντίλογο (Plato, Apology).
Η Οικοδόμηση της Εσωτερικής Αρμονίας
Ο δρόμος προς τη θεραπεία δεν είναι απλώς η απελευθέρωση από τα δεσμά του παρελθόντος, αλλά και η συνειδητή καλλιέργεια νέων τρόπων ύπαρξης. Η ενσυναίσθηση, η αυτοεκτίμηση, η συνειδητή ρύθμιση των συναισθημάτων είναι γέφυρες που ενώνουν το παρόν με το επιθυμητό μέλλον. Όπως οι αρχαίοι φιλόσοφοι πρότειναν την αρετή ως άσκηση και στάση ζωής, έτσι και η συναισθηματική ευελιξία προϋποθέτει την επαναλαμβανόμενη πρακτική, καθώς το σώμα δεν είναι απλώς ένα όχημα για την ύπαρξη, αλλά ο ίδιος ο καμβάς πάνω στον οποίο αποτυπώνεται η συναισθηματική κατάσταση του ανθρώπου. Η ψυχή και το σώμα δεν είναι αποκομμένες οντότητες· είναι συγκοινωνούντα δοχεία, και η αρμονία του ενός αντανακλάται στο άλλο.
Ο Winnicott (1960) περιγράφει τη σημασία του “αρκετά καλού θεραπευτή”, ο οποίος δεν εξιδανικεύεται αλλά μπορεί να αντέξει τη ματαίωση, την αμφισβήτηση, ακόμα και την επιθετικότητα του Θεραπευόμενου χωρίς να καταρρέει ή να αντιδρά αμυντικά. Έτσι, ο θεραπευόμενος αποκτά την ελευθερία να εξερευνήσει την επιθετικότητα και τις αντιστάσεις του μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν απαιτεί συμμόρφωση, αλλά ενθαρρύνει τη διερεύνηση.
Η Αλληλεγγύη ως Ανθρώπινη Ουσία
Ο άνθρωπος δεν είναι ένα αυτόνομο νησί, αλλά μέρος ενός αρχιπελάγους σχέσεων. Οι δεσμοί με φίλους, οικογένεια, ή θεραπευτικές κοινότητες αποτελούν το έδαφος στο οποίο ριζώνει η αλλαγή. Το να ανήκουμε, το να μοιραζόμαστε, το να αντικρίζουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια των άλλων είναι μια υπαρξιακή ανάγκη που τρέφει την αυτοπραγμάτωση. Και η θεραπεία δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά μια πορεία, ένας διαρκής χορός ανάμεσα στην πρόοδο και τις υποτροπές. Η αρετή της υπομονής δεν έγκειται μόνο στην αντοχή, αλλά στην εμπιστοσύνη πως ο χρόνος, αν χρησιμοποιηθεί σωστά, λειτουργεί ως θεραπευτής, κατά την φιλοσοφική προσέγγιση του Sartre (1943/2007), η ελευθερία δεν είναι απλώς η δυνατότητα επιλογής αλλά η διαρκής ευθύνη του ανθρώπου να ορίζει τον εαυτό του μέσα από τις πράξεις του. Αν ο θεραπευόμενος δεν αμφισβητήσει τον θεραπευτή, τότε ίσως απλώς μεταθέτει την εξουσία του παρελθόντος σε ένα νέο πρόσωπο, αναπαράγοντας παθητικά τα μοτίβα σχέσεων που τον εγκλώβισαν.
Επίλογος
Η αμφισβήτηση δεν είναι πείσμα, αλλά μια βαθιά δέσμευση προς την ίδια την ύπαρξη, στην καρδιά κάθε θεραπευτικής διαδικασίας βρίσκεται η αναγνώριση πως η αξία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από την τελειότητα, αλλά από την αποδοχή του εαυτού ως ένα έργο εν εξελίξει. Η αγάπη προς τον εαυτό δεν είναι εγωισμός, αλλά μια πράξη βαθιάς ευγνωμοσύνης για την ίδια την εμπειρία του είναι. Όταν ο άνθρωπος αγαπήσει τον εαυτό του, αγαπά τη ζωή· και όταν αγαπά τη ζωή, βαδίζει με ελαφρότητα προς το πεπρωμένο του. Έτσι και η συναισθηματική δυσκαμψία δεν είναι ένα αμετάκλητο πεπρωμένο. Είναι μια πρόκληση, μια υπαρξιακή δοκιμασία που, αν αντιμετωπιστεί με επίγνωση και θάρρος, μπορεί να οδηγήσει σε μια ύπαρξη αυθεντική, ελεύθερη και βαθιά ανθρώπινη. Η αμφισβήτηση του θεραπευτή δεν είναι σύμπτωμα αντίστασης, αλλά ένδειξη ψυχολογικής ανάπτυξης. Δεν είναι ένδειξη αποτυχίας της θεραπευτικής σχέσης, αλλά αντίθετα, απόδειξη της γνησιότητάς της. Ο θεραπευτής που ενσωματώνει αυτή τη δυναμική δεν είναι ένας αυθεντικός “γνώστης”, αλλά ένας οδηγός στο ταξίδι της αυτογνωσίας, όπου η αλήθεια δεν δίνεται, αλλά κατακτάτε μέσα από τη σύγκρουση, την ερώτηση και την ανάδυση της προσωπικής ευθύνης.
Βιβλιογραφία
Butler, J. (1990). Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity. New York: Routledge.
Foucault, M. (1961). Histoire de la folie à l’âge classique. Paris: Gallimard. (Αγγλικός τίτλος: Madness and Civilization: A History of Insanity in the Age of Reason)
Foucault, M. (1966). Les mots et les choses. Paris: Gallimard. (Αγγλικός τίτλος: The Order of Things: An Archaeology of the Human Sciences)
Foucault, M. (1975). Surveiller et punir. Paris: Gallimard. (Αγγλικός τίτλος: Discipline and Punish: The Birth of the Prison)
Foucault, M. (1976). La volonté de savoir. Paris: Gallimard. (Αγγλικός τίτλος: The History of Sexuality, Vol. 1: An Introduction)
Heidegger, M. (1927/1996). Being and Time. State University of New York Press.
Kierkegaard, S. (1849/1989). The Sickness Unto Death. Princeton University Press.
Lacan, J. (1966). Écrits. Paris: Seuil. (Αγγλικός τίτλος: Écrits: The First Complete English Translation)
Lacan, J. (1977). Écrits: A Selection. W. W. Norton & Company.
Plato. Apology. (Σωκρατικός διάλογος).
Sartre, J.-P. (1943/2007). Being and Nothingness. Routledge.
Winnicott, D. W. (1960). The Theory of the Parent-Infant Relationship. International Journal of Psychoanalysis.
Žižek, S. (1989). The Sublime Object of Ideology. London: Verso.
Άρθρα:
Miller, J.-A. (1986). “Foucault and Psychoanalysis.” Newsletter of the Freudian Field, 1(1), 1-10.
Ragland-Sullivan, E. (1990). “Jacques Lacan and the Subject of the Signifier.” In The Cambridge Companion to Lacan, ed. by J. Rabaté. Cambridge: Cambridge University Press.
Dean, M. (1994). “Foucault, Freud, and the Art of Self.” History of the Human Sciences, 7(3), 459-478.
Bernasconi, R. (2000). “Foucault’s Force: Against the ‘Ethic of the Intellect’.” In The Cambridge Companion to Foucault, ed. by G. Gutting. Cambridge: Cambridge University Press.
Κυριακή Μερτζάνη
Σύμβουλος Ανθρωπίνων Σχέσεων
Σχεσιακή Ψυχοθεραπεία- Συμβουλευτική
Ομαδική συντονίστρια διαπροσωπικού μοντέλου
Κέντρο Ψυχοθεραπείας – Συμβουλευτικής
& Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης Κοχλίας