Αναζητώντας την Πηγή της Παραβατικότητας
Κυριακή Μερτζάνη: Αλληλεπιδραστική Σχεσιακή Ψυχοθεραπεία. Σύμβουλος Ανθρωπίνων Σχέσεων. Διευθύντρια του Ψυχοθεραπευτικού & Εκπαιδευτικού Κέντρου Κοχλίας
Η βία δεν γεννιέται στο κενό· είναι η φωνή ενός ψυχισμού που δεν βρήκε τρόπο να ακουστεί. Το άρθρο εξετάζει την έξαρση της επιθετικότητας και των ακραίων μορφών παραβατικότητας στη σύγχρονη κοινωνία, όχι ως μεμονωμένα φαινόμενα, αλλά ως εκφράσεις ενός συλλογικού τραύματος: της απώλειας της σχέσης και της αδυναμίας να αντέξουμε την έλλειψη. Από τη ματαίωση του φθόνου έως τη βία της εικόνας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η παραβατικότητα παρουσιάζεται ως σύμπτωμα κενού, ένα κάλεσμα για κατανόηση, ενσυναίσθηση και αποκατάσταση της ψυχικής σύνδεσης. Η βία, σωματική, λεκτική, θεσμική, ψηφιακή μπορεί να εξεταστεί όχι ως μόνο κοινωνικό φαινόμενο, αλλά ως σημείο κατάρρευσης της σχέσης· ως αποτέλεσμα μιας εσωτερικής αίσθησης κενού, όπου η επιθυμία και η οδύνη δεν έχουν πια χώρο να γίνουν λέξεις.
Τι είναι αυτό που ωθεί τον άνθρωπο σήμερα να εκφράζει την οδύνη του μέσω της καταστροφής;
Ζούμε σε μια εποχή που μοιάζει να πάλλεται από υπερβολή. Η ένταση, ο θυμός και η βία διαπερνούν την καθημερινότητα με τρόπο σχεδόν συνηθισμένο, σαν να έχει γίνει η οργή συλλογική μας αναπνοή. Από τα σχολικά περιστατικά επιθετικότητας έως τη δημόσια εξόντωση ανθρώπων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το φαινόμενο παίρνει τη μορφή μάστιγας. Κάθε νέα υπόθεση μάς σοκάρει, κι όμως, δεν μας ξαφνιάζει πια.
Η βία έχει γίνει ο κοινός μας τόπος, η σκιά μιας κοινωνίας που έχει εξαντλήσει τα μέσα ψυχικής επεξεργασίας του πόνου.
Ποια είναι, όμως, η πηγή αυτής της έκρηξης;
Πίσω από τις κοινωνικές ερμηνείες, την κρίση αξιών, την αποδόμηση των θεσμών, την ψηφιακή απομόνωση κρύβεται ένα βαθύτερο ψυχικό υπόστρωμα: Η ανικανότητα να αντέξουμε την έλλειψη. Η βία είναι συχνά το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής απώλειας που δεν έχει βρει λόγια μιας οδύνης που δεν έχει ακουστεί. Όπως θα έλεγε ο Winnicott, όταν η σχέση δεν συγκρατεί το παιδί, εκείνο δεν μαθαίνει να διαχειρίζεται την επιθετικότητά του, τη φέρει μέσα του ως φόβο και καταστροφή. Κι όταν αυτό το βίωμα δεν μετασχηματίζεται, η επιθετικότητα γίνεται μορφή ύπαρξης.
Η επιθετικότητα ως απόηχος ματαίωσης
Ο Otto Kernberg τόνιζε πως η βία δεν γεννιέται στο κενό, είναι η απορρύθμιση του φθόνου, της επιθυμίας που δεν βρήκε αγάπη να τη μετουσιώσει. Όταν το παιδί δεν βιώσει την εμπειρία του να είναι αγαπημένο, δεν μπορεί να εσωτερικεύσει την καλή σχέση το «καλό αντικείμενο» της Klein. Τότε, κάθε εξωτερική πληρότητα γίνεται απειλή. Η ευτυχία του άλλου προκαλεί θυμό, γιατί καθρεφτίζει τη δική μας στέρηση. Ο φθόνος πρωτογενής, ακατέργαστος, ορμητικός ζητά εκτόνωση. Και όταν δεν υπάρχει ψυχικός χώρος για σκέψη, το σώμα αναλαμβάνει δράση, η πράξη αντικαθιστά το νόημα.
Η βία, λοιπόν, δεν είναι απλώς αντικοινωνική συμπεριφορά, είναι ο λόγος που δεν ειπώθηκε.
Είναι ο τρόπος με τον οποίο το υποκείμενο διεκδικεί να υπάρχει μέσα από την άρνηση της σχέσης.
Η παραβατικότητα, σε όλες της τις μορφές, είναι η κραυγή του ανικανοποίητου παιδιού μέσα στον ενήλικα: «Δες με, άκουσέ με, νιώσε τον πόνο μου».
Κι αν κανείς δεν μπορεί να το αντέξει, τότε το βλέμμα του άλλου γίνεται εχθρικό, και η καταστροφική πράξη, που προσφέρει για λίγο την ψευδαίσθηση παρουσίας και υπεροχής.
Η κοινωνία της σύγκρισης και η φθονική οργή
Οι ψυχολογικές μελέτες δείχνουν πως οι εικόνες διεγείρουν πολύ πιο έντονα τα συναισθήματα απ’ ό,τι οι αφηγήσεις, η συνεχής έκθεση στην εξιδανικευμένη ευτυχία των άλλων ενισχύει τη ματαίωση και τη συγκριτική αυτοαξιολόγηση. Πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση (Jealousy due to social media? A systematic literature review, 2021) επιβεβαιώνει ότι η ζήλια που προκαλείται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετίζεται με αυξημένη επιθετικότητα, συναισθηματική δυσφορία και χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, ιδίως στους νεαρούς ενήλικες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο φθόνος αποκτά σάρκα και οστά, γίνεται οπτική εμπειρία, καθημερινή, σχεδόν αυτονόητη. Η εποχή των social media έκανε τη σύγκριση κανόνα.
Οι εικόνες κυριαρχούν πάνω στη λέξη, η ζωή μετατρέπεται σε αλληλουχία επιμελημένων στιγμών. Η πραγματικότητα προβάλλεται μέσα από φίλτρα που θολώνουν το αληθινό και εξιδανικεύουν το επιθυμητό.
Έτσι, ο ψευδής εαυτός δεν είναι απλώς κοινωνικό φαινόμενο· είναι μηχανισμός άμυνας απέναντι στο τραύμα της ανεπάρκειας. Η οθόνη γίνεται καθρέφτης του κενού μας. Ο φθόνος αποκτά σάρκα, μετατρέπεται σε οπτική εμπειρία: «ο άλλος έχει αυτό που δεν θα έχω ποτέ». Από εκεί ως την επιθετικότητα η απόσταση είναι μικρή.
Η ψηφιακή επιθετικότητα, ο χλευασμός, η διαδικτυακή βία, δεν είναι παρά ο φθόνος που απέκτησε κοινό ένα πλήθος που συμμετέχει ασυνείδητα στην εκφόρτιση της δικής του ανεπάρκειας.
Η ζήλια, όπως την περιγράφει η Klein, εμπεριέχει μια προσπάθεια σύνδεσης· ο φθόνος, αντίθετα, καταστρέφει το αντικείμενο.
Κι όταν η κοινωνική σύγκριση θεμελιώνεται πάνω σε φθονικά βλέμματα, ο δημόσιος λόγος μετατρέπεται σε πεδίο καταστροφής.
Δεν ζηλεύουμε για να αγαπήσουμε· ζηλεύουμε για να εκμηδενίσουμε.
Έτσι, η κοινωνία της εικόνας γεννά και τη βία της εικόνας.
Το κενό ως μητρική μήτρα της βίας: Ο Bion έγραψε ότι, όταν το άτομο δεν έχει εσωτερικεύσει μια «σκεπτόμενη μητέρα» μια εσωτερική παρουσία που να αντέχει τον ψυχικό πόνο, τότε το άγχος δεν γίνεται σκέψη, γίνεται πράξη.
Η βία, λοιπόν, είναι πράξη αντί σκέψης.
Εκεί όπου η λέξη αποτυγχάνει, το σώμα επιτίθεται.
Όταν ο ψυχισμός είναι κορεσμένος από εικόνες χωρίς βάθος, η μόνη δυνατότητα αίσθησης του εαυτού είναι μέσα από την καταστροφή.
Σε αυτό το επίπεδο, η παραβατικότητα δεν είναι απλώς κοινωνική παρεκτροπή είναι ύστατη απόπειρα ύπαρξης.
Ο νέος που επιτίθεται, ο ενήλικας που εξευτελίζει, το παιδί που κακοποιεί το ζώο ή τον συμμαθητή του, δεν εκφράζουν μόνο επιθετικότητα, εκφράζουν αδυναμία σύνδεσης.
Ο θυμός τους είναι το αντίστροφο της απουσίας, το σιωπηλό μήνυμα ότι κανείς δεν υπήρξε ποτέ αρκετά εκεί για να περιλάβει την απόγνωσή τους. Η μελέτη Daily jealousy as a proximal antecedent to emerging adults’ intimate partner violence perpetration (2025) καταγράφει άμεση συσχέτιση ανάμεσα στα καθημερινά αισθήματα ζήλιας και στην εκδήλωση βίας μέσα στις ερωτικές σχέσεις νέων και ενηλίκων. Η ζήλια, όταν δεν μπορεί να μετατραπεί σε επιθυμία για σχέση, μεταμορφώνεται σε έλεγχο, ιδιοποίηση, επίθεση, η αγάπη τότε εκπίπτει σε κατοχή. Ο φθόνος και η ζήλια μπορεί να γίνει ιδεολογική ενέργεια, μια ψυχική ταύτιση με την καταστροφή του άλλου ως λύτρωση από την ανυπόφορη αίσθηση κατωτερότητας.
Η κοινωνική διάσταση του κενού: Όταν το συλλογικό φαντασιακό βασίζεται στην επιτυχία, την προβολή και τη διαρκή απόδοση, το άτομο που δεν αντέχει να φτάσει τον πήχη βιώνει ντροπή ύπαρξης.
Η ντροπή αυτή αν δεν μπορέσει να βρει λόγια, μετατρέπεται σε βία.
Έτσι, η κοινωνική παραβατικότητα δεν είναι απλώς αποτέλεσμα ηθικής έκπτωσης· είναι το σύμπτωμα μιας κουλτούρας που φοβάται την αδυναμία.
Δεν υπάρχει χώρος για αποτυχία, για πένθος, για αμφιβολία, μόνο για προβολή.
Όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί να δείξει την ευαλωτότητα του, το κάνει μέσα από την υπερβολή της δύναμης. Η επιθετικότητα γίνεται ο τρόπος με τον οποίο υπερασπίζεται το κενό του. Παράλληλα, μια πρόσφατη μελέτη για τη ριζοσπαστικοποίηση (Radicalization and violent extremism depend on envy, 2023) υπογραμμίζει τον ρόλο του φθόνου ως κινητήριας δύναμης πίσω από τη συλλογική βία και τον εξτρεμισμό.
Ο φθόνος δεν είναι μόνο ατομικό συναίσθημα, μπορεί να γίνει ιδεολογική ενέργεια, μια ψυχική ταύτιση με την καταστροφή του άλλου ως λύτρωση από την ανυπόφορη αίσθηση κατωτερότητας. Έτσι, η προσωπική ματαίωση μετατρέπεται σε κοινωνικό μίσος, και η βία αποκτά πολιτισμική νομιμοποίηση.
Ας μείνουμε περισσότερο λοιπόν ότι η βία, είναι κοινωνικό καθρέφτισμα ενός συλλογικού ψυχικού τραύματος: της απώλειας του δεσμού.
Όσο αποδυναμώνονται οι σχέσεις εμπιστοσύνης —οικογένεια, κοινότητα, θεσμοί, παιδεία— τόσο περισσότερο το άτομο μένει μόνο με την ακατέργαστη επιθετικότητά του.
Και τότε, η επιθετικότητα, που σε ένα υγιές πλαίσιο θα μπορούσε να γίνει δημιουργικότητα, μετατρέπεται σε καταστροφικότητα.
Προς μια νέα κατανόηση της βίας
Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τη βία, χρειάζεται να εγκαταλείψουμε την ανάγκη να τη δαιμονοποιήσουμε και να τη νοήσουμε.
Η ψυχανάλυση μάς διδάσκει ότι ό,τι δεν γίνεται λόγος, γίνεται σύμπτωμα.
Η βία είναι ο τρόπος με τον οποίο ο πόνος απαιτεί ακρόαση.
Κάθε κοινωνική πολιτική, κάθε εκπαιδευτική ή θεραπευτική προσπάθεια που δεν αγγίζει το συναισθηματικό υπόβαθρο αυτής της οδύνης, απλώς επιδιορθώνει το σύμπτωμα χωρίς να θεραπεύει την πληγή.
Χρειαζόμαστε παιδεία συναισθημάτων, χώρους λόγου και σχέσης όπου η επιθετικότητα να μπορεί να εκφραστεί, να περιεχθεί και να μετασχηματιστεί.
Χρειαζόμαστε θεσμούς που να διδάσκουν την αντοχή στη ματαίωση, όχι την ψευδαίσθηση της τελειότητας.
Χρειαζόμαστε κοινωνίες που να θυμίζουν στους ανθρώπους πως η ευαλωτότητα δεν είναι αδυναμία, αλλά η αρχή της σχέσης.
Η βία είναι το τραύμα που δεν βρήκε ακόμη γλώσσα.
Είναι η οδύνη που δεν ήταν ανεκτική, ο φθόνος που δεν μετουσιώθηκε, η μοναξιά που δεν έγινε σχέση.
Κάθε φορά που κοιτάζουμε τη βία μόνο ως απειλή, ξεχνάμε ότι είναι το τελευταίο μήνυμα ενός ψυχισμού που ζητά επαφή.
Η κατανόηση δεν σημαίνει ανοχή, σημαίνει να δώσουμε όνομα σε αυτό που αλλιώς θα εκραγεί. Ίσως η πιο ριζοσπαστική πράξη στην εποχή μας να είναι όχι να τιμωρούμε τη βία, αλλά να τη μεταφράζουμε.
Να ακούμε πίσω από την καταστροφή την κραυγή για σχέση.
Γιατί πίσω από κάθε πράξη βίας, υπάρχει πάντα ένα παιδί που κάποτε δεν βρήκε κάποιον να το δει κι έκτοτε προσπαθεί να φανεί, ακόμη και μέσα από τη σκοτεινιά.
Βιβλιογραφία
- Daily, S. et al. (2025). Daily jealousy as a proximal antecedent to emerging adults’ intimate partner violence perpetration. Journal of Family Violence, Springer.
- De Andrea, M., & Ferrer, C. (2023). Radicalization and violent extremism depend on envy. Frontiers in Psychology, 14, 1111354.
- Gergis, A. & Mutsvairo, B. (2021). Jealousy due to social media? A systematic literature review. Internet Research, 31(5), 1541–1567.