Η ψυχική λειτουργία της έλλειψης και ο τρόπος που συναντάμε τον άλλον
Ο άνθρωπος είναι βαθιά σχεσιακό ον. Μαθαίνει τον εαυτό του μέσα από το βλέμμα του άλλου — μέσα από τη σύγκριση, τη μίμηση, τη διαφορά. Η σκέψη δεν αναπτύσσεται στο κενό· χρειάζεται ένα απέναντι πρόσωπο για να αποκτήσει σχήμα. Έτσι, για να κατανοήσουμε τους άλλους, χρησιμοποιούμε τον εαυτό μας ως μέτρο. Και κάπου ανάμεσα στη σύγκριση και στην αναζήτηση ταύτισης, αναδύεται ο φθόνος — εκείνο το λεπτό, αμήχανο συναίσθημα που φανερώνει πόσο βαθιά ποθούμε αυτό που λείπει. Στη σύγχρονη εποχή, η σύγκριση έχει γίνει σχεδόν τρόπος ύπαρξης. Οι ψηφιακές πλατφόρμες έχουν μετατρέψει την καθημερινότητα σε αλληλουχία εικόνων: στιγμιότυπα ευτυχίας, επιτυχίας, πληρότητας. Ο καθένας προβάλλει την πιο φωτεινή εκδοχή του εαυτού του, κι εμείς κοιτάζοντας τους άλλους, αναμετριόμαστε με το δικό μας «παρασκήνιο». Μέσα σε αυτή τη συνεχή έκθεση, η φθονική σκιά εντείνεται — όχι επειδή γινόμαστε χειρότεροι, αλλά γιατί ξεχνάμε τη φυσιολογικότητα της ματαίωσης.
Η ζωή, όμως, είναι φτιαγμένη και από έλλειψη, απογοήτευση, καθυστέρηση· κι όταν η κοινωνική εικόνα αποκρύπτει αυτά τα κομμάτια, η σύγκριση γίνεται επώδυνη. Ο φθόνος ανθίζει στο σημείο όπου το βλέμμα χάνει τη σχέση του με την αλήθεια και εγκλωβίζεται στο «φαίνεσθαι». Δεν είναι απλώς συναίσθημα, αλλά μηχανισμός ψυχικής επιβίωσης, μια προσπάθεια να αντέξουμε την αίσθηση ότι κάτι μας λείπει. Από εδώ ξεκινά η ψυχαναλυτική του σημασία. Γιατί ο φθόνος δεν είναι απλώς κοινωνικό παράγωγο της εποχής μας· είναι πρωτογενής επιθυμία που στρέφεται εναντίον του ίδιου του καλού αντικειμένου, όπως έδειξαν η Melanie Klein και ο Otto Kernberg. Είναι το σημείο όπου η ανάγκη για σχέση συναντά την οδύνη της διαφοράς. Και είναι εκεί, σε αυτή τη λεπτή μεθόριο ανάμεσα στη λαχτάρα και στη σύγκριση, που αρχίζει το ερώτημα: Πώς ο φθόνος γίνεται καταστροφικός και πότε μπορεί να μεταμορφωθεί σε σχέση;
Ο φθόνος και η ζήλια αποτελούν δύο από τα πιο αμφίσημα και βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα. Μέσα από τη ματιά της ψυχαναλυτικής θεωρίας, το άρθρο διερευνά πώς ο φθόνος, ως καταστροφική απάντηση στην έλλειψη, και η ζήλια, ως αγωνία για τη διατήρηση της σχέσης, καθορίζουν τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τους άλλους. Στο ενδιάμεσο αυτών των δύο συναισθημάτων αποκαλύπτεται ένας μεταβατικός ψυχικός χώρος ,το σημείο όπου η επιθετικότητα μετατρέπεται σε επιθυμία, και η έλλειψη γίνεται δυνατότητα για αγάπη.
Κυριακή Μερτζάνη: Αλληλεπιδραστική Σχεσιακή Ψυχοθεραπεία Σύμβουλος Ανθρωπίνων Σχέσεων. Διευθύντρια του Ψυχοθεραπευτικού & Εκπαιδευτικού Κέντρου Κοχλίας
Ο φθόνος ως καταστροφική επιθυμία
Ο φθόνος και η ζήλια είναι δύο συναισθήματα που συχνά συγχέονται στην καθημερινή γλώσσα, αλλά ψυχαναλυτικά διαφέρουν ριζικά. Και τα δύο συνδέονται με την επιθυμία και τη σχέση, ωστόσο κινούνται σε διαφορετικές ψυχικές τροχιές, ο φθόνος γεννιέται μέσα από το βίωμα της έλλειψης και εκφράζει την οδύνη της ανεπάρκειας· η ζήλια εμφανίζεται όταν το υποκείμενο έχει ήδη βιώσει τη σχέση και αγωνιά μήπως τη χάσει.
Ο Otto Kernberg περιγράφει τον φθόνο ως ένα επιθετικό συναίσθημα που στρέφεται προς εκείνον που κατέχει κάτι επιθυμητό. Δεν είναι απλώς επιθυμία να αποκτήσει κανείς αυτό που του λείπει, αλλά θυμός για το ότι ο άλλος το έχει. Ο φθόνος φέρει μέσα του ένα στοιχείο καταστροφής, θέλει να μειώσει ή να ακυρώσει την αξία του αντικειμένου για να μην πονά μπροστά στην απώλεια. Στη βάση του φθόνου βρίσκεται, κατά τον Kernberg, η έλλειψη πρώιμων στοργικών εμπειριών. Όταν το παιδί δεν έχει βιώσει επαρκώς αγαπητικά, σταθερά πρόσωπα, δεν εσωτερικεύει την καλή σχέση. Το «μέσα» του παραμένει κενό, ο άλλος δεν είναι αντικείμενο σύνδεσης αλλά καθρέφτης της στέρησης. Έτσι, η ευτυχία ή η πληρότητα του άλλου βιώνεται ως επίθεση, ως απόδειξη της ίδιας του της ατέλειας.
Η Melanie Klein περιέγραψε τον φθόνο ως την πρωταρχική επίθεση προς το «καλό στήθος» της μητέρας — τη φαντασιακή καταστροφή της πηγής του καλού, γιατί η ίδια δεν μπορεί να το έχει για πάντα. Αυτή η πρώιμη εμπειρία της καταστροφικής επιθυμίας αποτελεί το θεμέλιο κάθε αργότερης μορφής φθόνου: η δυσκολία να αντέξει κανείς ότι κάτι καλό υπάρχει εκτός του εαυτού. Στην ενήλικη ζωή, ο φθόνος μπορεί να εκδηλωθεί μέσα από συγκρίσεις, υποτίμηση ή απαξίωση του άλλου. Στις σχέσεις, κάνει τον άνθρωπο να μην αντέχει τον θαυμασμό: το αντικείμενο που αγαπιέται ταυτόχρονα μισείται, γιατί ενσαρκώνει ό,τι ο φθονών δεν έχει. Ο Kernberg μιλά γι’ αυτό ως κεντρική δυσκολία στη ναρκισσιστική δομή: η αγάπη αντικαθίσταται από τον θαυμασμό και η στοργή γίνεται ναρκισσιστική επένδυση.
Η ζήλια ως κίνηση σχέσης
Η ζήλια, αντίθετα, προϋποθέτει την ύπαρξη του άλλου ως αντικειμένου αγάπης. Δεν επιδιώκει την καταστροφή αλλά τη διατήρηση της σχέσης. Ο ζηλόφθονος νιώθει απειλή ότι θα χάσει το αντικείμενο που αγαπά· το συναίσθημα αυτό εμπεριέχει άγχος, πόνο, αλλά και τη βαθιά επιθυμία για σύνδεση. Ενώ ο φθόνος είναι αντικειμενοκτόνος, η ζήλια είναι σχεσιογόνος· δηλώνει ότι το υποκείμενο μπορεί να αγαπήσει και να φοβηθεί την απώλεια. Στο θεραπευτικό πλαίσιο, αυτό το πέρασμα από τον φθόνο στη ζήλια είναι πυρήνας της μεταβίβασης.
Ο θεραπευόμενος που φθονεί την πληρότητα ή τη σταθερότητα του θεραπευτή, μπορεί, μέσα από τη σταθερότητα της σχέσης, να βιώσει τη ζήλια ως επιθυμία συμμετοχής. «Θέλω να έχω κι εγώ αυτό που έχεις – την ικανότητα να σχετίζομαι, να αντέχω, να εμπιστεύομαι».
Εκεί, η καταστροφική διάθεση μεταμορφώνεται σε πόθο για ανάπτυξη. Ο φθόνος βρίσκει σχήμα μέσα στη σχέση, αντί να λειτουργεί εναντίον της.
Το ενδιάμεσο: από την καταστροφή στη σχέση
Ανάμεσα στον φθόνο και τη ζήλια υπάρχει ένας ψυχικός μεταβατικός χώρος – το ενδιάμεσο. Πρόκειται για εκείνο το σημείο όπου το υποκείμενο αρχίζει να αντέχει την ύπαρξη του άλλου χωρίς να την καταστρέφει, να βλέπει την έλλειψη όχι ως απειλή, αλλά ως δυνατότητα επιθυμίας. Είναι το πεδίο όπου ο φθόνος μετασχηματίζεται: από τυφλή οργή σε αναγνώριση της διαφοράς, από καταστροφή σε δεσμό. Στη γλώσσα του Winnicott, είναι ο μεταβατικός χώρος της ψυχής όπου μπορεί να υπάρξει παιχνίδι, δημιουργία και επαφή.
Ας το διερευνήσουμε πιο ψυχαναλυτικά και αλληλεπιδραστικά σχεσιακά: «Η Σπειροειδής Σχέση Φθόνου και Ζήλιας – Από τη Διαφορά στην Καταστροφή και Πίσω στη Σχέση».
Ο φθόνος προϋπάρχει της ζήλιας εξελικτικά, και κάθε μορφή ζήλιας εμπεριέχει σε κάποιο βαθμό φθονικά στοιχεία. Όμως, ανάλογα με το πώς μεταβολίζεται ο φθόνος, οι μορφές ζήλιας μπορούν να εξελιχθούν είτε σε αναπτυξιακές είτε σε παθολογικές οργανώσεις της σχέσης. Οι τρεις μορφές ζήλιας χτίζονται η μία πάνω στην άλλη σαν διαδοχικά στρώματα γύρω από τον ίδιο πυρήνα, τον φθόνο.
Ο φθόνος όπως προαναφέρθηκα, είναι η πρωτογενής, αδιαμεσολάβητη αντίδραση στην έλλειψη. Αν δεν μπορέσει να μεταβολιστεί, οργανώνει τον τρόπο που θα βιωθεί κάθε επόμενη μορφή ζήλιας:
-
Ο φθόνος, όπως περιγράφει η Melanie Klein, είναι προ-οιδιπόδειος· εμφανίζεται πολύ πριν το παιδί συνειδητοποιήσει τριαδικές σχέσεις.
-
Είναι ένα πρωτογενές συναίσθημα απέναντι στην καλοσύνη του αντικειμένου «θέλω να το καταστρέψω γιατί έχει κάτι που εγώ δεν έχω».
-
Αν το πρώιμο περιβάλλον μπορέσει να «αντέξει» αυτόν τον φθόνο (μέσα από τη σταθερότητα και τη στοργή), τότε ο φθόνος μεταβολίζεται σε θαυμασμό, το παιδί αρχίζει να επιθυμεί, όχι να καταστρέφει.
-
Αν όμως το περιβάλλον είναι ασταθές, ψυχρό ή ναρκισσιστικά αδιάφορο, ο φθόνος δεν εξουδετερώνεται αλλά παγιώνεται ως άμυνα κατά της εξάρτησης.
Από τον φθόνο στην πρωτογενή ζήλια
-
Η πρωτογενής (νηπιακή) ζήλια είναι η πρώτη μορφή όπου ο φθόνος μετασχηματίζεται σε αγωνία για σχέση.
Το παιδί δεν θέλει πια να καταστρέψει το αντικείμενο, αλλά να το διατηρήσει αποκλειστικά. -
Εδώ, ο φθόνος λειτουργεί ως υπόβαθρο κινητοποίησης: «αν χάσω αυτό που αγαπώ, θα χάσω και την πηγή της αγάπης».
-
Αν το περιβάλλον μπορέσει να συγκρατήσει αυτή την αγωνία, ο φθόνος εσωτερικεύεται ως δύναμη ανάπτυξης·
αν όχι, ο φόβος απώλειας και η φθονική οργή συντήκονται, δημιουργώντας πρώιμες μορφές παρανοϊκής ζήλιας.
Ανταγωνιστική ζήλια: Η κοινωνικοποιημένη μορφή του φθόνου
-
Στην ανταγωνιστική (ή συγκριτική) ζήλια, ο φθόνος μετουσιώνεται σε ανταγωνισμό.
Το υποκείμενο δεν καταστρέφει το αντικείμενο αλλά προσπαθεί να το ξεπεράσει. -
Εδώ βλέπουμε τη «λειτουργική» όψη του φθόνου: γίνεται κίνητρο εξέλιξης, επιθυμία αυτοβελτίωσης, αναζήτηση αξίας.
-
Ωστόσο, όταν η αυτοεκτίμηση είναι εύθραυστη, ο φθόνος επανέρχεται ως τοξικό υπόστρωμα, το υποκείμενο δεν θέλει να πετύχει, αλλά ο άλλος να αποτύχει.
-
Έτσι, η ανταγωνιστική ζήλια μπορεί να είναι είτε ώριμη (κινητοποιητική) είτε να διολισθήσει στην καταστροφική φθονικότητα.
Παθολογική ζήλια: Η ένωση φθόνου και απώλειας της πραγματικότητας
-
Στην παρανοειδή ή παθολογική ζήλια, ο φθόνος ενώνεται με τον φόβο εγκατάλειψης και τη διαταραχή των ορίων του Εγώ.
-
Το άτομο δεν αντέχει τη διαφορά, δεν αντέχει να μη γνωρίζει, να μην κατέχει, να μην ελέγχει.
-
Ο φθόνος ενεργοποιεί μηχανισμούς προβολής: το υποκείμενο αποδίδει στον άλλον τις δικές του ασυνείδητες επιθυμίες ή εχθρικές φαντασιώσεις.
-
Έτσι δημιουργείται ένας κλειστός κύκλος: η ζήλια «αποδεικνύει» την απιστία του άλλου, που στην πραγματικότητα είναι αντανάκλαση της φθονικής του φαντασίωσης — η αδυναμία να αντέξει ότι ο άλλος μπορεί να απολαμβάνει κάτι χωρίς αυτόν.
Συνολική ψυχική αλληλουχία
Μπορούμε να φανταστούμε τον φθόνο και τις μορφές ζήλιας σαν σπειροειδή εξέλιξη:
| Επίπεδο | Κυρίαρχο Συναίσθημα | Ψυχική Λειτουργία | Κίνδυνος |
|---|---|---|---|
| Φθόνος | Καταστροφή του καλού αντικειμένου | Ανυπόφορη έλλειψη | Αρνητικοποίηση, αποσύνδεση |
| Πρωτογενής ζήλια | Φόβος απώλειας αντικειμένου | Διατήρηση δεσμού | Εξαρτητικότητα, παλινδρόμηση |
| Ανταγωνιστική ζήλια | Σύγκριση & αυτοβελτίωση | Ανάπτυξη, διαφοροποίηση | Επαναφθονικότητα, ματαίωση |
| Παθολογική ζήλια | Προβολή & έλεγχος | Διαστρέβλωση σχέσης | Παρανοϊκή διάσπαση, βία |
Ο παθολογικός κύκλος της ζήλιας, λοιπόν, οικοδομείται πάνω στον μη μεταβολισμένο φθόνο.
Όταν το πρώιμο αντικείμενο δεν άντεξε την επιθετικότητα του βρέφους, ο φθόνος μένει αχώνευτος και επανεμφανίζεται στις ενήλικες σχέσεις σαν δυσανεξία προς τη χαρά του άλλου. Κάθε μορφή ζήλιας δείχνει πόσο «αντέχει» το υποκείμενο να έχει σχέση χωρίς να καταστρέψει τον άλλον. Όταν αυτή η αντοχή υπάρχει, ο φθόνος μετατρέπεται σε επιθυμία, όταν λείπει, η ζήλια γίνεται το προσωπείο του ίδιου φθόνου που δεν μπόρεσε ποτέ να αγαπήσει το αντικείμενο που θαύμασε.
Η θεραπεία, από την πλευρά της, μπορεί να λειτουργήσει ως χώρος σπειροειδούς επανόρθωσης, μέσα από την εμπειρία ενός σταθερού, μη καταρρέοντος αντικειμένου, ο φθόνος αρχίζει να γίνεται αναγνωρίσιμος, και η ζήλια να μετατρέπεται από κατηγορία σε επιθυμία για σύνδεση.
Σκέψεις μου
Η ευγνωμοσύνη, όπως επισημαίνει ο Kernberg, είναι το φυσικό αντίβαρο του φθόνου. Μόνο όταν το υποκείμενο μπορεί να δεχθεί ότι λαμβάνει κάτι χωρίς να μειώνεται, ο φθόνος υποχωρεί. Η ευγνωμοσύνη δεν εξαλείφει τον φθόνο, αλλά τον μεταβολίζει σε αναγνώριση. Είναι η στιγμή που ο άλλος δεν προκαλεί πια οδύνη, αλλά αίσθηση πληρότητας μέσα στη διαφορά. Αν ο φθόνος και η ζήλια είναι δύο όψεις της ίδιας ανάγκης, δλδ, της ανάγκης να ανήκουμε. “Ο πρώτος γεννιέται όταν η έλλειψη βιώνεται ως απειλή, η δεύτερη όταν η έλλειψη βιώνεται ως πρόσκληση για σχέση”. Τότε η αναζήτηση μας εστιάζεται στο ενδιάμεσο αυτών των δύο, το πως μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα ψυχικό περιβάλλον που γεννιέται η δυνατότητα για αγάπη, η ικανότητα να βλέπουμε τον άλλον όχι ως καθρέφτη της ατέλειάς μας, αλλά ως μαρτυρία της ανθρώπινης πληρότητας που μπορεί να υπάρξει μαζί.
Ίσως εκεί, στο ευαίσθητο όριο ανάμεσα στο «θέλω να το καταστρέψω» και στο «θέλω να το αγγίξω», βρίσκεται η αρχή κάθε ανθρώπινης επαφής. Το σημείο όπου η επιθυμία παύει να είναι συγκριτική και γίνεται σχεσιακή. Όπου ο άλλος δεν είναι πια απειλή για ό,τι μας λείπει, αλλά γέφυρα προς αυτό που μπορούμε να γίνουμε.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
-
Kernberg, O. (1992). Aggression in Personality Disorders and Perversions. Yale University Press.
-
Klein, M. (1957). Envy and Gratitude and Other Works 1946–1963. London: Hogarth Press.
-
Winnicott, D. W. (1971). Playing and Reality. London: Tavistock.
-
Bion, W. R. (1962). Learning from Experience. London: Heinemann.